"Του μιλάω και δεν με καταλαβαίνει"
Πρόκειται για ένα συχνό παράπονο που εκφράζεται από εκπαιδευτικούς αλλά και γονείς παιδιών που αντιμετωπίζουν λεκτικά προβλήματα (π.χ. φτωχή μνήμη για την διατήρηση προφορικών πληροφοριών, αδύναμο λεξιλόγιο, προβλήματα στην κατανόηση μεγάλων και γραμματικά σύνθετων μηνυμάτων, και δυσκολία να διατηρούν την προσοχή τους όταν τους μιλαμε).
Πώς μπορώ να κάνω το παιδί μου/μαθητή μου να με καταλαβαίνει;
Η απάντηση είναι απλή:
“Αναδιαμορφώνουμε αυτά που λέμε αλλά και τον τρόπο με το οποίο τα λέμε”
Αυτό που λέμε (το περιεχόμενο της μηνύματος)
Είναι σημαντικό να κρατήσουμε το μήνυμα μας σύντομο ώστε να μην φορτώσουμε την βραχυπρόθεσμη ακουστική μνήμη του μαθητή. Αν το μήνυμά μας είναι μεγάλο είναι προτιμότερο να το χωρίσουμε σε μικρότερες οδηγίες ώστε το παιδί να επιτύχει την εκτέλεσή του.
Για παράδειγμα “Μπορείς να μου φέρεις το τετράδιο της αντιγραφής μαζί με το βιβλίο της γλώσσας και των μαθηματικών;” Το μήνυμα αυτό είναι αρκετά συμπυκνωμένο διότι δίνουμε ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές οδηγίες στον μαθητή.
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το μήνυμα αυτό σε μικρότερα κομμάτια π.χ. “Μπορείς να μου φέρεις το τετράδιο της αντιγραφής σου;” αφού ο μαθητής εκτελέσει με επιτυχία αυτή την οδηγία στην συνέχεια του δίνουμε την επόμενη.
- Χρησιμοποιούμε απλές και οικίες λέξεις που εύκολα καταλαβαίνει το παιδί ώστε να μεταφέρουμε το μήνυμα μας. Όταν χρησιμοποιούμε λέξεις με σύνθετο νόημα καλό είναι να τις εξηγούμε στο παιδί ώστε να μπορεί να παρακολουθήσει το περιεχόμενο του μηνύματος μας.
- Χρησιμοποιούμε προτάσεις με απλή γραμματική και συντακτική δομή. Αποφεύγουμε τις μακρόσυρτες προτάσεις που περιέχουν πολλές δευτερεύουσες προτάσεις. Για παράδειγμα “Θυμάσαι την κυρία Μαρία, την παλιά σου δασκάλα, που ήταν υποδιευθύντρια στο σχολείο σου, γέννησε δίδυμα.”
Η πρόταση αυτή είναι αρκετά μεγάλη και κρύβει πολλά νοήματα που μπορεί να δυσκολέψουν το παιδί στην κατανόηση. Μπορούμε να απλοποιήσουμε την πρόταση λέγοντας “Η παλιά σου δασκάλα, η κυρία Μαρία, γέννησε δίδυμα”. Αν το παιδί δυσκολευτεί να την θυμηθεί τότε του δίνουμε την πρόσθετη πληροφορία ότι δηλαδή ήταν υποδιευθύντρια στο σχολείο του.
Ο τρόπος που το λέμε
- Πριν ξεκινήσουμε βεβαιωνόμαστε ότι το παιδί μας προσέχει και διατηρεί οπτική επαφή μαζί μας.
- Αποφεύγουμε τις παύσεις και φροντίζουμε να μην διακόπτουμε την μετάδοση του μηνύματος για να μιλήσουμε σε τρίτους.
- Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον τόνο της φωνής μας για να υπογραμμίσουμε αυτό που λέμε. Με τον τόνο της φωνής μας μπορούμε να δώσουμε έμφαση στα σημαντικά σημεία του μηνύματος.
- Καλό θα είναι να βάζουμε το σημαντικό κομμάτι του μηνύματος στο τέλος της πρότασης. Για παράδειγμα “Μπορείς να μου φέρεις μία ξύστρα“ και όχι ” Μία ξύστρα θα ήθελα να μου φέρεις”.
- Οι μη λεκτικές πληροφορίες είναι πολύ σημαντικές. Οι χειρονομίες, τα νεύματα και οι εκφράσεις του προσώπου μπορούν να στηρίξουν το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Για παράδειγμα δείχνω με το δάχτυλό μου που βρίσκεται η τσάντα του όταν του ζητάω να μου φέρει το τετράδιό του ή όταν του περιγράφω μία θλιβερή ιστορία κάνω ανάλογους μορφασμούς με το πρόσωπό μου. Βέβαια πρέπει να ελέγχουμε ότι ο μαθητής κατανοεί το νόημα της μη λεκτικής πληροφορίας που του δίνουμε π.χ. την σημασία ενός μορφασμού.
- Οι μαθητές καταλαβαίνουν πιο εύκολα τη γλώσσα που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη κατάσταση και όχι με ένα αφηρημένο γεγονός. Για παράδειγμα όταν θέλουμε να μιλήσουμε με το παιδί για το νόημα ενός παραμυθιού που το αφηγηθήκαμε, θα πρέπει να του υπενθυμίσουμε αρκετές λεπτομέρειες τις οποίες μπορούμε να συνοδεύσουμε από οπτικό υλικό.
- Επαναλαμβάνουμε όποτε χρειαστεί και όσες φορές χρειαστεί. Δίνουμε στον μαθητή την δυνατότητα να επεξεργαστεί την πληροφορία όσες φορές ο ίδιος χρειάζεται μέχρι να την κατανοήσει πλήρως. Το κάθε παιδί έχει τον δικό του ρυθμό κατανόησης και επεξεργασίας προφορικών πληροφοριών.